οσχεϊκός

οσχεϊκός
-ή, -ό [όσχεο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όσχεο
2. φρ. «οσχεϊκός σύνδεσμος»
ανατ. μικρός ινώδης σύνδεσμος με τον οποίο στερεώνεται ο όρχις στους χιτώνες του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”